Μετάβαση στο περιεχόμενο

πάριζα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάριζα οι πάριζες
      γενική της πάριζας των παριζών
    αιτιατική την πάριζα τις πάριζες
     κλητική πάριζα πάριζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάριζα < γερμανική Pariser Schinken.[1] Δείτε στα Παραθέματα αναφορές στις λέξεις πάριζα και παριζάκι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpa.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάριζα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάριζα θηλυκό

  • (τρόφιμο) είδος αλλαντικού το οποίο έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και το οποίο συσκευάζεται σε ειδικό περίβλημα[2]
      Ο ναύτης Γερούν μού μαθαίνει πρωτότυπους συνδυασμούς: πάριζα με μπόλικο κέτσαπ, κρέμα βανίλια με ένα παχύ στρώμα τρούφας. (Μακ Χέιρτ (πρόλογος: Νίκος Μπακουνάκης, μετάφραση: Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά), Στην Ευρώπη: Ταξίδια στον 20ό αιώνα, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2015), σελ. 653)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παραθέματα

[επεξεργασία]

Παλαιότερα ευρήματα για αναφορές των λέξεων πάριζα και παριζάκι με χρονολογική σειρά:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πάριζα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)