παγώνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγώνι | τα | παγώνια |
γενική | του | παγωνιού | των | παγωνιών |
αιτιατική | το | παγώνι | τα | παγώνια |
κλητική | παγώνι | παγώνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγώνι < μεσαιωνική ελληνική παώνιν < (ελληνιστική κοινή) παών < λατινική pavo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγώνι και παγόνι ουδέτερο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κορδώνεται/φουσκώνει σαν παγώνι