παιανιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιανιώτικος η παιανιώτικη το παιανιώτικο
      γενική του παιανιώτικου της παιανιώτικης του παιανιώτικου
    αιτιατική τον παιανιώτικο την παιανιώτικη το παιανιώτικο
     κλητική παιανιώτικε παιανιώτικη παιανιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιανιώτικοι οι παιανιώτικες τα παιανιώτικα
      γενική των παιανιώτικων των παιανιώτικων των παιανιώτικων
    αιτιατική τους παιανιώτικους τις παιανιώτικες τα παιανιώτικα
     κλητική παιανιώτικοι παιανιώτικες παιανιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιανιώτικος < Παιανιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.aˈɲo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐α‐νιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

παιανιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Παιανία ή τους κατοίκους της

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]