παιγνιοθεωρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παιγνιοθεωρητικός
- που σχετίζεται ή/και αφορά την θεωρία παιγνίων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιγνιοθεωρητικός αρσενικό
- (μαθηματικά) μαθηματικός με αντικείμενο μελέτης την θεωρία παιγνίων