παλαιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιστικός < αρχαία ελληνική < παλαιστής
Επίθετο
[επεξεργασία]παλαιστικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιστικός
|