παλαμιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαμιώτικος < Παλαμιώτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.laˈmɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λα‐μιώ‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαμιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με το όνομα Παλαμάς ή τους κατοίκους του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαμιώτικος
|