πανένδοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πανένδοξος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη δόξα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανένδοξος
|