παντέρημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παντέρημος, -η, -ο
- (για άτομο) ολομόναχος
- ήταν παντέρημος ο ορφανός
- (για χώρο) ολόαδειος και εγκαταλελειμμένος
- βρήκε το θέατρο παντέρημο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντέρημος
|