παντεσπάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παντεσπάνι | τα | παντεσπάνια |
γενική | του | παντεσπανιού | των | παντεσπανιών |
αιτιατική | το | παντεσπάνι | τα | παντεσπάνια |
κλητική | παντεσπάνι | παντεσπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντεσπάνι < (άμεσο δάνειο) βενετική pan de Spagna (ισπανικό ψωμί) < ιταλική pandispagna < pan di Spagna
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντεσπάνι ουδέτερο
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος που περιέχει αλεύρι, αβγό και ζάχαρη και αποτελούσε πολυτέλεια
- ↪ η φράση «αν δεν έχουν να φάνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι», κατά τη γαλλική επανάσταση, αποδίδεται στη Μαρία Αντουανέτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντεσπάνι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)