πανώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανώλης | οι | πανώλεις |
γενική | της | πανώλους | των | πανώλεων |
αιτιατική | την | πανώλη | τις | πανώλεις |
κλητική | πανώλης | πανώλεις | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανώλης < (καθαρεύουσα) πανώλης < φράση «πανώλης νόσος» < αρχαία ελληνική πανώλης (ολέθριος, ολοκληρωτικά καταστροφικός) < πᾶς + ὄλλυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανώλης θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανώλης
|