παπυρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπυρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]παπυρικός, -ή. -ό
- σχετικός με τον πάπυρο
- παπυρικά αποσπάσματα