παραγωγίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραγωγίσιμος < παραγωγίζω
Επίθετο
[επεξεργασία]παραγωγίσιμος, -η, -ο
- (μαθηματικά) για συναρτήσεις που έχουν παράγωγο στο πεδίο ορισμού τους