παραγωγίσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγωγίσιμος η παραγωγίσιμη το παραγωγίσιμο
      γενική του παραγωγίσιμου της παραγωγίσιμης του παραγωγίσιμου
    αιτιατική τον παραγωγίσιμο την παραγωγίσιμη το παραγωγίσιμο
     κλητική παραγωγίσιμε παραγωγίσιμη παραγωγίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγωγίσιμοι οι παραγωγίσιμες τα παραγωγίσιμα
      γενική των παραγωγίσιμων των παραγωγίσιμων των παραγωγίσιμων
    αιτιατική τους παραγωγίσιμους τις παραγωγίσιμες τα παραγωγίσιμα
     κλητική παραγωγίσιμοι παραγωγίσιμες παραγωγίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραγωγίσιμος < παραγωγίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

παραγωγίσιμος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]