παραμεσημβρινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμεσημβρινός < παρα- + μεσημβρινός
Επίθετο[επεξεργασία]
παραμεσημβρινός
- που βρίσκεται κοντά στον μεσημβρινό ή δίπλα σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμεσημβρινός
|