παραμεσημβρινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμεσημβρινός η παραμεσημβρινή το παραμεσημβρινό
      γενική του παραμεσημβρινού της παραμεσημβρινής του παραμεσημβρινού
    αιτιατική τον παραμεσημβρινό την παραμεσημβρινή το παραμεσημβρινό
     κλητική παραμεσημβρινέ παραμεσημβρινή παραμεσημβρινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμεσημβρινοί οι παραμεσημβρινές τα παραμεσημβρινά
      γενική των παραμεσημβρινών των παραμεσημβρινών των παραμεσημβρινών
    αιτιατική τους παραμεσημβρινούς τις παραμεσημβρινές τα παραμεσημβρινά
     κλητική παραμεσημβρινοί παραμεσημβρινές παραμεσημβρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμεσημβρινός < παρα- + μεσημβρινός

Επίθετο[επεξεργασία]

παραμεσημβρινός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]