παραμεσογειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμεσογειακός η παραμεσογειακή το παραμεσογειακό
      γενική του παραμεσογειακού της παραμεσογειακής του παραμεσογειακού
    αιτιατική τον παραμεσογειακό την παραμεσογειακή το παραμεσογειακό
     κλητική παραμεσογειακέ παραμεσογειακή παραμεσογειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμεσογειακοί οι παραμεσογειακές τα παραμεσογειακά
      γενική των παραμεσογειακών των παραμεσογειακών των παραμεσογειακών
    αιτιατική τους παραμεσογειακούς τις παραμεσογειακές τα παραμεσογειακά
     κλητική παραμεσογειακοί παραμεσογειακές παραμεσογειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμεσογειακός < παρα- + μεσογειακός

Επίθετο[επεξεργασία]

παραμεσογειακός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]