παραφιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφιλικός < παραφιλία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraphilic)
Επίθετο[επεξεργασία]
παραφιλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την παραφιλία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραφιλικά
- → δείτε τις λέξεις παραφιλία και φίλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφιλικός