παραφραστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφραστής < ελληνιστική κοινή παραφραστής < παραφράζω < παρα- + αρχαία ελληνική φράζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραφραστής αρσενικό (θηλυκό παραφράστρια)
- αυτός που παραφράζει
- (κατ’ επέκταση) μεταγλωττιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφραστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)