παρτιζάνικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρτιζάνικος < παρτιζάνος + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]παρτιζάνικος
- που έχει σχέση με παρτιζάνους ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρτιζάνικος