πασέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασέτα | οι | πασέτες |
γενική | της | πασέτας | των | πασετών |
αιτιατική | την | πασέτα | τις | πασέτες |
κλητική | πασέτα | πασέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bassetta < basso < λατινική bassus < αρχαία ελληνική βάσις (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασέτα θηλυκό
- (παρωχημένο) τυχερό παιχνίδι που παίζεται με 52 τραπουλόχαρτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)