πασιφιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασιφιστικός < πασιφιστής + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]πασιφιστικός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- πασιφιστικά
- → δείτε τη λέξη πασιφισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασιφιστικός
|