πασιφισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασιφισμός αρσενικό
- η θεωρία που πρεσβεύει ότι η ανθρώπινη επικοινωνία πρέπει να καθορίζεται από ειρηνικές παρά από βίαιες ή εμπόλεμες σχέσεις και οι διαφορές πρέπει να διευθετούνται με ειρηνικά μέσα
- ※ Πίστευα και εγώ τότε στον πασιφισμό, γιατί φανταζόμουνα ότι θα διαδοθεί το ίδιο σε όλα τα έθνη· είχα υποτιμήσει την ορμή του γερμανικού καταχτητικού ένστιχτου (Άλκης Θρύλος, Το Ελληνικό Θέατρο, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Ακαδημία Αθηνών, 1978, σελ. 26)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασιφισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)