πεδιλοδρομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεδιλοδρομία θηλυκό
- είδος παιχνιδιού (ή αθλήματος) στο οποίο κάποιος πεδιλοδρόμος με τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα πεδιλοδρομεί πάνω σε μια λεία (παγωμένη) επιφάνεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πεδιλοδρομικός
- πεδιλοδρόμος
- πεδιλοδρομώ
- → δείτε τις λέξεις πέδιλο, πόδι και δρόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεδιλοδρομία
|