πειστικότερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειστικότερος < πειστικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του πειστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πειστικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο πειστικός, που φαίνεται περισσότερο σαν αληθινός π.χ. για ένα ψέμα, που σε πείθει ευκολότερα
- σε μία πλασματική μα αληθοφανέστερη' πραγματικότητα
- Χρειάζονται πειστικότερα επιχειρήματα
Παράγωγα[επεξεργασία]
- πειστικότερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειστικότερος