πεντελίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πεντελίσιος | η | πεντελίσια | το | πεντελίσιο |
γενική | του | πεντελίσιου | της | πεντελίσιας | του | πεντελίσιου |
αιτιατική | τον | πεντελίσιο | την | πεντελίσια | το | πεντελίσιο |
κλητική | πεντελίσιε | πεντελίσια | πεντελίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πεντελίσιοι | οι | πεντελίσιες | τα | πεντελίσια |
γενική | των | πεντελίσιων | των | πεντελίσιων | των | πεντελίσιων |
αιτιατική | τους | πεντελίσιους | τις | πεντελίσιες | τα | πεντελίσια |
κλητική | πεντελίσιοι | πεντελίσιες | πεντελίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πεντελίσιος, -α, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Πεντέλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντελίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίσιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)