περδικοθήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περδικοθήρας < αρχαία ελληνική περδικοθήρας (είδος γερακιού που κυνηγάει πέρδικες)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περδικοθήρας αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) αυτός που κυνηγάει πέρδικες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περδικοθήρας
|