περινεύριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περινεύριος < περινεύριο + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
περινεύριος
- (ανατομία) που έχει σχέση με το περινεύριο ή αναφέρεται σ' αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περινεύριος
|