περισταλτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περισταλτικότητα < περισταλτικός + -ότητα < ελληνιστική κοινή περισταλτικός < αρχαία ελληνική περιστέλλω < περί + στέλλω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική peristalsis)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περισταλτικότητα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις περισταλτικός, περιστέλλω και στέλλω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περισταλτικότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)