πηλιορείτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλιορείτικος η πηλιορείτικη το πηλιορείτικο
      γενική του πηλιορείτικου της πηλιορείτικης του πηλιορείτικου
    αιτιατική τον πηλιορείτικο την πηλιορείτικη το πηλιορείτικο
     κλητική πηλιορείτικε πηλιορείτικη πηλιορείτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηλιορείτικοι οι πηλιορείτικες τα πηλιορείτικα
      γενική των πηλιορείτικων των πηλιορείτικων των πηλιορείτικων
    αιτιατική τους πηλιορείτικους τις πηλιορείτικες τα πηλιορείτικα
     κλητική πηλιορείτικοι πηλιορείτικες πηλιορείτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλιορείτικος < Πηλιορείτης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

πηλιορείτικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]