πηλοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηλοληψία θηλυκό
- (λόγιο) η λήψη πηλού για διάφορες χρήσεις (π.χ. σ' ένα κεραμαριό / πλινθοκεραμοποιείο)
- ※ Η πηλοληψία στα μικρά παραδοσιακά εργαστήρια γίνεται από τα χωράφια ή τα ποτάμια, από επιφανειακό στρώμα βάθους 0,50–1 μ. Κάτι ανάλογο μπορούμε να φανταστούμε ότι θα γινόταν και στα βυζαντινά χρόνια για τις μικρές ιδιωτικές μονάδες. (Καλλιόπη Θεοχαρίδου, «Συμβολή στη μελέτη της παραγωγής οικοδομικών κεραμικών προϊόντων στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΔΧΑΕ), 13 (1985–1986) 100)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηλοληψία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ληψία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)