πινακίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πινακίδιον | τὰ | πινακίδιᾰ |
γενική | τοῦ | πινακιδίου | τῶν | πινακιδίων |
δοτική | τῷ | πινακιδίῳ | τοῖς | πινακιδίοις |
αιτιατική | τὸ | πινακίδιον | τὰ | πινακίδιᾰ |
κλητική ὦ! | πινακίδιον | πινακίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πινακιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πινακιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πινακίδιον < πινάκ(ιον) + -ίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πινακίδιον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πίναξ
Πηγές
[επεξεργασία]- πινακίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)