πινδαρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πινδαρικός < Πίνδαρος
Επίθετο[επεξεργασία]
πινδαρικός, -ή, -ό
- αυτός που σχετίζεται ή μοιάζει με τον ποιητή Πίνδαρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πινδαρικός