πλατύκυρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατύκυρτος η πλατύκυρτη το πλατύκυρτο
      γενική του πλατύκυρτου της πλατύκυρτης του πλατύκυρτου
    αιτιατική τον πλατύκυρτο την πλατύκυρτη το πλατύκυρτο
     κλητική πλατύκυρτε πλατύκυρτη πλατύκυρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατύκυρτοι οι πλατύκυρτες τα πλατύκυρτα
      γενική των πλατύκυρτων των πλατύκυρτων των πλατύκυρτων
    αιτιατική τους πλατύκυρτους τις πλατύκυρτες τα πλατύκυρτα
     κλητική πλατύκυρτοι πλατύκυρτες πλατύκυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατύκυρτος < πλατύ- / πλατύς + κυρτός

Επίθετο[επεξεργασία]

πλατύκυρτος, -η, ο

  1. πλατύς και κυρτός ταυτόχρονα, αναφέρεται στη μορφή κανονικής κατανομής
    ※  Η κανονική κατανομή είναι το μέτρο και για την κυρτότητα μίας κατανομής. Αν κάποια κατανομή έχει περισσότερο “οξεία” κορυφή από αυτή της κανονικής κατανομής τότε ονομάζεται Λεπτόκυρτη, ενώ όταν έχει περισσότερο “πλατιά” κορυφή τότε ονομάζεται Πλατύκυρτη (ΙΕΚ Ξάνθης – Ειδικότητα Μηχανογραφημένου Λογιστηρίου, Σημειώσεις για το μάθημα Στατιστική ΙΙ, Επαμεινώνδας Διαμαντόπουλος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]