πληθυσμογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληθυσμογράφος < πληθυσμ(ός) + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική plethysmograph)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληθυσμογράφος αρσενικό
- (ιατρική) όργανο με το οποίο γίνεται η πληθυσμογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πληθυσμογραφία, πληθυσμός και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πληθυσμογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)