πλημμελειοδικείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλημμελειοδικείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πλημμελειοδικ(εῖον) + -είο (-δικείο) < πλημμελειοδίκης < πλημμέλεια [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pli.me.li.o.ðiˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλημ‐με‐λει‐ο‐δι‐κεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλημμελειοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) δικαστήριο όπου εκδικάζονται πλημμελήματα, αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις πλημμελής και δίκη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλημμελειοδικείο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πλημμελειοδικείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δικείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)