Μετάβαση στο περιεχόμενο

πολεοδόμος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολεοδόμος οι πολεοδόμοι
      γενική του/της πολεοδόμου των πολεοδόμων
    αιτιατική τον/την πολεοδόμο τους/τις πολεοδόμους
     κλητική πολεοδόμε πολεοδόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολεοδόμος < πόλις + δέμω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολεοδόμος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]