πολυευσπλαγχνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυευσπλαγχνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυευσπλαγχνία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυευσπλαγχνία θηλυκό
- (λόγιο) αρχαία μορφή του πολυευσπλαχνία
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυευσπλαγχνίᾱ | αἱ | πολυευσπλαγχνίαι | ||||
γενική | τῆς | πολυευσπλαγχνίᾱς | τῶν | πολυευσπλαγχνιῶν | ||||
δοτική | τῇ | πολυευσπλαγχνίᾳ | ταῖς | πολυευσπλαγχνίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | πολυευσπλαγχνίᾱν | τὰς | πολυευσπλαγχνίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πολυευσπλαγχνίᾱ | πολυευσπλαγχνίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυευσπλαγχνίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυευσπλαγχνίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυευσπλαγχνία < πολυεύσπλαγχν(ος) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυευσπλαγχνία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- μεγάλη ευσπλαγχνία, πολυευσπλαγχνία
- άλλες μορφές: πολυσπλαγχνία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- pdf σελ.634, Τόμος 3 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)