πολυκυστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκυστικός η πολυκυστική το πολυκυστικό
      γενική του πολυκυστικού της πολυκυστικής του πολυκυστικού
    αιτιατική τον πολυκυστικό την πολυκυστική το πολυκυστικό
     κλητική πολυκυστικέ πολυκυστική πολυκυστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκυστικοί οι πολυκυστικές τα πολυκυστικά
      γενική των πολυκυστικών των πολυκυστικών των πολυκυστικών
    αιτιατική τους πολυκυστικούς τις πολυκυστικές τα πολυκυστικά
     κλητική πολυκυστικοί πολυκυστικές πολυκυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυκυστικός < πολυ- + κυστικός (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polycystic)

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυκυστικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πολυκυστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)