πολυπόθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυπόθητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυπόθητος, -η, -ο
- που προκαλεί τον πόθο
πολυπόθητος, -η, -ο