πολύγνωρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολύγνωρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πολύγνωρος, -η, -ο
- που γνωρίζει πολλά πράγματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολύγνωρος
|
|