πολύνευρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύνευρος, -η, -ο
- που έχει πολλές νευρώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύνευρος
|
πολύνευρος, -η, -ο
|