νεύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεύρωση | οι | νευρώσεις |
γενική | της | νεύρωσης & νευρώσεως |
των | νευρώσεων |
αιτιατική | τη | νεύρωση | τις | νευρώσεις |
κλητική | νεύρωση | νευρώσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεύρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névrose < αρχαία ελληνική νεῦρ(ον) + -ose < -ωσις < -ωση.
- σημασία: διάταξη ινών φύλλων < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nervure[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεύρωση θηλυκό
- (ψυχολογία) παθολογική διαταραχή της ψυχικής κατάστασης που όμως δεν σχετίζεται με αλλοιώσεις ή παθήσεις του νευρικού συστήματος (δείτε ψύχωση). Εκδηλώνεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα (εφίδρωση, ταχυπαλμία, αϋπνία, κ.λπ.)
- (βοτανική) η διάταξη των ινών των φύλλων των φυτών
- (τεχνολογία) κάθε διάταξη που μοιάζει με εκείνην των νεύρων
[επεξεργασία]
- νευρασθενικός
- νευρικός
- νευρολογία
- νευροπάθεια
- νευροπαθολογικός
- νευροφυτικός
- νευροψυχικός
- νευρωτικός, νευρωσικός
- και → δείτε τη λέξη νεύρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «νεύρωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)