νευρωσικός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρωσικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névrosique που όμως είχε αντικατασταθεί από το γαλλικό όρο névrotique και τον αγγλικό neurotic < νεύρωσ(ις) + -ικός κατά τα φύση - φυσικός, υπέρταση - υπερτασικός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /nɛ.vrɔ.siˈ.kɔs/ (αρσενικό)
- ΔΦΑ : /nɛ.vrɔ.siˈ.ci/ (θηλυκό)
Επίθετο[επεξεργασία]
νευρωσικός
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του νευρωτικός
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.