νεῦρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νεῦρον τὰ νεῦρ
      γενική τοῦ νεύρου τῶν νεύρων
      δοτική τῷ νεύρ τοῖς νεύροις
    αιτιατική τὸ νεῦρον τὰ νεῦρ
     κλητική ! νεῦρον νεῦρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεύρω
γεν-δοτ τοῖν  νεύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεῦρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *snḗh₁wr̥ (νεύρο, τένοντας) < *(s)neh₁- +‎ *-wr̥

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεῦρον ουδέτερο

  1. (ανατομία) νεύρο, τένοντας
  2. χορδή λύρας
  3. χορδή τόξου, σφεντόνας
  4. (στον πληθυντικό) ίνες των φυτών
  5. (μεταφορικά) (στον πληθυντικό) (για λυρικές ωδές τραγωδίας) το νεύρο, η ικμάδα τους
  6. (ανατομία) πέος

Συγγενικά

[επεξεργασία]