πολύσχιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύσχιστος, -η, -ο
- αυτός που έχει σχιστεί, ή διαιρεθεί σε πολλά μέρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύσχιστος
|