ποσόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αντωνυμίας ποσός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ποσό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ποσόν τὰ ποσᾰ́
      γενική τοῦ ποσοῦ τῶν ποσῶν
      δοτική τῷ ποσ τοῖς ποσοῖς
    αιτιατική τὸ ποσόν τὰ ποσᾰ́
     κλητική ! ποσόν ποσᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποσώ
γεν-δοτ τοῖν  ποσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ποσόν, -ου ουδέτερο

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

ποσόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ποσός
  2. ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του ποσός

Πηγές[επεξεργασία]