πουλιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουλιάνα < πρωτοσλαβική *poľana[1] (λιβάδι, ξέφωτο) < *poľe < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂- (επίπεδος, ευρύς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουλιάνα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουλιάνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)