πριστήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πριστήρ οἱ πριστῆρες
      γενική τοῦ πριστῆρος τῶν πριστήρων
      δοτική τῷ πριστῆρ τοῖς πριστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πριστῆρ τοὺς πριστῆρᾰς
     κλητική ! πριστήρ πριστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πριστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  πριστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριστήρ < πρίω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριστήρ, -ῆρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. πριόνι
  2. πριονιστής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη πρίω

Πηγές[επεξεργασία]