προβληματίζων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προβληματίζων | η | προβληματίζουσα | το | προβληματίζον |
γενική | του | προβληματίζοντος | της | προβληματίζουσας & προβληματιζούσης* |
του | προβληματίζοντος |
αιτιατική | τον | προβληματίζοντα | την | προβληματίζουσα | το | προβληματίζον |
κλητική | προβληματίζων | προβληματίζουσα | προβληματίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προβληματίζοντες | οι | προβληματίζουσες | τα | προβληματίζοντα |
γενική | των | προβληματιζόντων | των | προβληματιζουσών | των | προβληματιζόντων |
αιτιατική | τους | προβληματίζοντες | τις | προβληματίζουσες | τα | προβληματίζοντα |
κλητική | προβληματίζοντες | προβληματίζουσες | προβληματίζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή[επεξεργασία]
προβληματίζων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβληματίζων
|