προτεστάντης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προτεστάντης < γαλλική protestant < γερμανική Protestant < λατινική protestans, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα protesto / protestor < pro- + testor < testis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tristh₂s
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προτεστάντης αρσενικό (θηλυκό: προτεστάντισσα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προτεστάντης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)