προχειρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προχειρογραφία < προχειρογράφος + -ία < ελληνιστική κοινή προχειρογράφος < αρχαία ελληνική πρόχειρος + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προχειρογραφία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του προχειρογράφου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προχειρογράφος, πρόχειρος και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προχειρογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)