πρωτοελληνικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.to.e.li.niˈkos/ (αρσενικό)
- ΔΦΑ : /pɾo.to.e.li.niˈci/ (θηλυκό)
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτοελληνικός, -ή, -ό
- για αρχαιότατη φάση ελληνικής γλώσσας → δείτε τη λέξη πρωτοελληνική
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πρωτοελλαδικός (αρχαιολογία)
- ελληνικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτοελληνικός
|